εμβολικός

εμβολικός
-ή, -ό
ο σχετικός με την εμβολή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θρομβοεμβολικός — ή, ό ιατρ. χαρακτηρισμός παθολογικής εξεργασίας στη διάρκεια τής οποίας σχηματίζονται ενδοαγγειακοί θρόμβοι που εύκολα μεταναστεύουν με την κυκλοφορία προκαλώντας εμβολές. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thromboembolic < thrombo (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”